Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ ἀπολογούμενος

См. также в других словарях:

  • ἀπολογούμενος — ἀπολογέομαι speak in defence pres part mp masc nom sg (attic epic doric) ἀπολογέομαι speak in defence pres part mp masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολογούμαι — κ. γιέμαι κ. απηλογιέμαι (AM ἀπολογοῡμαι) [απόλογος] 1. διατυπώνω απολογία, υπερασπίζω τον εαυτό μου ως κατηγορούμενο, αποκρούω κατηγορία μσν. νεοελλ. αποκρίνομαι, απαντώ αρχ. 1. μιλώ προς υπεράσπιση κάποιου, υπερασπίζω κάποιον ή κάτι 2. (το αρσ …   Dictionary of Greek

  • ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»