-
1 απολογούμενος
ἀπολογέομαιspeak in defence: pres part mp masc nom sg (attic epic doric)ἀπολογέομαιspeak in defence: pres part mp masc nom sg (attic epic doric) -
2 ἀπολογούμενος
ἀπολογέομαιspeak in defence: pres part mp masc nom sg (attic epic doric)ἀπολογέομαιspeak in defence: pres part mp masc nom sg (attic epic doric) -
3 απολογεομαι
1) защищаться, оправдываться(πρός τινα Plat., πρός τι Thuc. и περί τινος Thuc., Xen.)
ὅ ἀπολογούμενος Arph. — ответчик;ἀ. ταῖς κατηγορίαις Plut. — защищаться против обвинений2) приводить в свое оправдание(τι Thuc., Xen., Plat.)
ταῦτα ἡμῖν ἀπολελογήσθω Plat. — пусть это будет сказано в наше оправдание3) оспаривать, опровергать(τὰς διαβολάς Thuc.)
4) выступать в защиту(ὑπέρ τινος Her., Eur., Plat.)
-
4 ἀπολογέομαι
Aἀπελογησάμην E.Ba.41
, Antipho 5.13, but f.l. in Pl.Sph. 261c, X.An.5.6.3; also [tense] aor. [voice] Pass.ἀπελογήθην Antipho 2.3.1
, al., Alex.12 (prob. suprious in X.HG1.4.13): [tense] pf.ἀπολελόγημαι And.1.33
, Isoc.12.218 (in pass. sense, Pl.R. 607b):—speak in defence, defend oneself, opp. κατηγορεῖν, περί τινος about a thing, Antipho 5.7, Th.1.72; πρὸς τὴν μαρτυρίαν in reference or answer to the evidence, Antipho 2.4.3, cf. Th.6.29; before..,Eup.
357, cf. Plb. 22.6.4: later, c. dat.,κατηγορίαις Plu. Them.23
; ἀ. ὑπέρ τινος speak in another's behalf, Hdt.7.161, E.Ba.41, Pl.R. 488a, etc.; ἀ. ὑπέρ τινος speak in support of a fact, Antipho 3.2.1;ὑπὲρ τῆς ἀδικίας Pl. Grg. 480b
; πρὸς Μέλητον in answer to him, Id.Ap. 24b: abs.,παρὼν ἀ. Hdt.6.136
, Ar.Th. 188; the defendant,Id.
V. 778, And.1.6.2 c. acc. rei, defend oneself against,ἀ. τὰς διαβολάς Th. 8.109
; τὰς πράξεις defend what one has done, Aeschin.1.92.3 ἀ. τι ἔς τι allege in one's defence against a charge, Th.3.63;ἀ. πρὸς τὰ κατηγορημένα μηδέν Lys.12.38
;τί ποτε ἀπολογήσεσθαι μέλλει μοι; Antipho 1.7
codd.;ταῦτα ἀ. ὡς.. Pl.Phd. 69d
;ἔργοις καλλίστοις ἀ. ὡς.. Lys.2.65
;ἀ. ὅτι οὐδένα ἀδικῶ X.Oec.11.22
;ἀ. ἀπολογίαν Luc.
Hes.6.4 ἀ. δίκην θανάτου speak against sentence of death passing on one, Th.8.68.—Prose word, used once in Trag., v. supr.—The Prep. ἀπό implies the remoual of a charge.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολογέομαι
См. также в других словарях:
ἀπολογούμενος — ἀπολογέομαι speak in defence pres part mp masc nom sg (attic epic doric) ἀπολογέομαι speak in defence pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολογούμαι — κ. γιέμαι κ. απηλογιέμαι (AM ἀπολογοῡμαι) [απόλογος] 1. διατυπώνω απολογία, υπερασπίζω τον εαυτό μου ως κατηγορούμενο, αποκρούω κατηγορία μσν. νεοελλ. αποκρίνομαι, απαντώ αρχ. 1. μιλώ προς υπεράσπιση κάποιου, υπερασπίζω κάποιον ή κάτι 2. (το αρσ … Dictionary of Greek
ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός … Dictionary of Greek